- πλουραλιστικός
- -ή, -ό, Ν [πλουραλιοτής]ο χαρακτηριστικός τού πλουραλισμού, αυτός που γίνεται με το σύστημα τού πλουραλισμού ή που δέχεται αυτό το σύστημα (α. «πλουραλιστική φιλοσοφία» β. «πλουραλιστική δημοκρατία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλουραλιστικός — ή, ό ο αναφερόμενος, ο σχετιζόμενος με τον πλουραλισμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)